Ο διαβήτης είναι μια χρόνια νόσος που εμφανίζεται όταν ο οργανισμός μας δεν παράγει αρκετή ινσουλίνη ή όταν το σώμα μας δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά αυτή που ήδη παράγεται. Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που ρυθμίζει το σάκχαρο του αίματος. Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας περίπου 346 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως πάσχουν από διαβήτη. Στην πατρίδα μας εκτιμάται ότι περισσότερα από 900.000 άτομα, δηλαδή 8% του συνολικού πληθυσμού, πάσχουν από τη «γλυκιά νόσο».
Η υπεργλυκαιμία ή αλλιώς το αυξημένο σάκχαρο στο αίμα, με την πάροδο του χρόνου, οδηγεί σε σοβαρές ζημιές στο ανθρώπινο σώμα. Τα προβλήματα στα μάτια είναι συχνά στο διαβήτη και σε μερικές περιπτώσεις μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την όρασή μας. Μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες έχουν επισημάνει ότι περίπου το 1/3 των ασθενών με διαβήτη εμφανίζουν παθολογικά ευρήματα στο βυθό του ματιού τους, ενώ επιπρόσθετα το 10% των ‘γλυκών’ συνανθρώπων μας διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να χάσουν την όραση τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο διαβήτης στο μάτι ή αλλιώς η διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια αποτελεί την πιο συχνή αιτία τύφλωσης στον εργασιακά ενεργό πληθυσμό (20-74 ετών) στο σύγχρονο Δυτικό κόσμο. Ο διαβήτης και οι επιπλοκές του έχουν σημαντικό οικονομικό αντίκτυπο στα άτομα, στις οικογένειες τους, στα Εθνικά Συστήματα Υγείας και στις χώρες γενικότερα. Έχει υπολογισθεί ότι το οικονομικό κόστος της μειωμένης όρασης, συνέπεια του διαβήτη, είτε αυτό μεταφράζεται σε μειωμένη παραγωγικότητα, είτε σε μέρες απουσίας από την εργασία, είτε στο κόστος θεραπείας, ξεπερνάει τα 250.000 ευρώ ανά ασθενή. Τα παραπάνω επιδημιολογικά και οικονομικά μεγέθη αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη σημασία από το γεγονός ότι ο διαβητικός πληθυσμός αναμένεται να τριπλασιαστεί μέχρι το 2050. Είναι συνεπώς πρωταρχικής σημασίας η αντιμετώπιση του προβλήματος στη ρίζα του με προγράμματα πρόληψης, ενημέρωσης και έγκαιρης διάγνωσης, προ της εμφανίσεως των μη αναστρέψιμων οφθαλμολογικών αλλοιώσεων.
Η έγκαιρη διάγνωση και η στοχευμένη θεραπεία παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην αποφυγή σοβαρής απώλειας όρασης σχετιζόμενης με το διαβήτη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους, από τους οποίους οι σημαντικότεροι είναι η επαρκής ρύθμιση του σακχάρου στο αίμα και η διατήρηση της αρτηριακής πίεσης και της χοληστερίνης σε φυσιολογικά επίπεδα. Όλοι οι ασθενείς με διαβήτη κατανοούν τη σημασία των παραπάνω, πιθανόν όμως να τους διαφεύγει η σημασία τους για την υγεία του ματιού. Αρκεί λοιπόν να πληροφορηθούν ότι κάθε μονάδα μείωσης της γλυκοζιωμένης αιμοσφαιρίνης (π.χ. από 9% στο 8%) μειώνει τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας κατά 30-40%. Επιπρόσθετα, όλοι οι ασθενείς με διαβήτη θα πρέπει να υποβάλλονται σε εξειδικευμένη οφθαλμολογική εξέταση και βυθοσκόπηση τουλάχιστον μια φορά το χρόνο ανεξάρτητα από την εμφάνιση ή όχι συμπτωμάτων. Αν υπάρχουν σημεία διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας θα πρέπει ο ρυθμός των επισκέψεων να αυξάνεται στους 3 με 6 μήνες ανάλογα με τη βαρύτητα. Η εκτίμηση της βαρύτητας της νόσου γίνεται επιπλέον με την διενέργεια ειδικών εξετάσεων, όπως η Φλουοροαγγειογραφία (αγγειογραφία με σκιαγραφικό), η OCT–A (αγγειογραφία χωρίς σκιαγραφικό) και το OCT. Έτσι, με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η διάγνωση της πάθησης, η επαρκής σταδιοποίηση της νόσου και αν κρίνεται αναγκαίο, ο προγραμματισμός της αναγκαίας θεραπευτικής παρέμβασης. Σήμερα, ο σύγχρονος Οφθαλμίατρος διαθέτει μια πλειάδα θεραπευτικών μέσων όπως το Laser, τις ενδοϋαλοειδικές εγχύσεις ή ακόμα και το χειρουργείο, η αποτελεσματικότητα των οποίων σε σημαντικό βαθμό κρίνεται και από την έγκαιρη εφαρμογή τους.
Κατανοούμε λοιπόν ότι ο διαβήτης αποτελεί όχι μόνο μια απλή πάθηση αλλά ένα ευρύτερο κοινωνικό φαινόμενο. Ο πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων διαβήτη, αποτέλεσμα του σύγχρονου τρόπου διαβίωσης και διατροφής, τείνει να μετατρέψει τη νόσο αυτή σε παγκόσμια επιδημία. Η αντιμετώπισή της απαιτεί τη συνεργασία ιατρών διαφορετικών ειδικοτήτων με παράλληλη οργάνωση κοινωνικών δομών ενημέρωσης και πρόληψης.